Μπορεί η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας να αγανακτεί και να στενάζει κάτω από το καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας του ενός ανδρός το οποίο επέβαλε σταδιακά στην Τουρκία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Μπορεί να έχει ήδη διαμορφώσει τις συνθήκες και τους μηχανισμούς της έφ΄όρου ζωής παραμονής του στην τουρκική εξουσία με τον απόλυτο έλεγχο του στρατού, της αστυνομίας, της χωροφυλακής, των μυστικών υπηρεσιών, της δικαιοσύνης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ολόκληρου του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τον ποικιλότροπο στραγγαλισμό των κάθε κατηγορίας ατομικών ελευθεριών.
Μπορεί οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί εκλογικής νοθείας της λαϊκής βούλησης μέσα από τις 192.000 εκλογικές κάλπες που στήνονται στην Τουρκία, να του επιτρέπουν να αναδεικνύεται «νικητής» σε εκλογικές αναμετρήσεις που ήταν ηττημένος, όπως ακριβώς συστηματικά συμβαίνει από το 2014 μέχρι σήμερα.
Από το 2002 μέχρι το 2013 ο λαϊκιστής Ερντογάν απολάμβανε ευρύτατη λαϊκή υποστήριξη που του επέτρεπε να παριστάνει τον «δημοκράτη».
Όταν όμως το έτος 2013 ξέσπασαν τα σκάνδαλα διαφθοράς με πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Ερντογάν και την «φαμίλια» του μαζί με τους κάθε κατηγορίας αυλικούς και συνέβησαν πρωτοφανείς αντικυβερνητικές διαδηλώσεις με αφορμή την «αξιοποίηση», δηλαδή την αρπαγή του πάρκου Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, άρχισε η ραγδαία συρρίκνωση της λαϊκής υποστήριξης στο πρόσωπο του Ερντογάν.
Από τότε, η Τουρκία οδηγήθηκε σταδιακά σε μια απόλυτη μοναρχία όπου η επιθυμία του Ερντογάν – μονάρχη είναι πλέον υποχρεωτική όχι μόνο για τους μηχανισμούς του καθεστώτος, αλλά και για τον ίδιο τον τουρκικό λαό.
Το τουρκικό κοινοβούλιο έπαυσε προ πολλού να τροφοδοτεί την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση με εκλεγμένους βουλευτές. Το τουρκικό κοινοβούλιο αποτελεί πλέον το καταφύγιο όλων των ανθρώπων του καθεστώτος που «επιβραβεύονται» με την βουλευτική ασυλία για την σωρεία των ποινικών τους αδικημάτων κατά την εκτέλεση των εντολών του μονάρχη.
Τα μέλη πλέον της Τουρκικής κυβέρνησης επιλέγονται, διορίζονται και απολύονται από τον μονάρχη – Ερντογάν και είναι συνήθως «ουρανοκατέβατοι» χωρίς καμιά απολύτως σχέση με την λαϊκή επιλογή η τους σταυρούς προτίμησης από εκλογικές διαδικασίες.
Σε μια χώρα μεγάλη σε έκταση και πληθυσμό, με ιδιαίτερη γεωστρατηγική αξία λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η οποία συνορεύει ή διατηρεί άριστες σχέσεις με πολλά απολυταρχικά καθεστώτα, η «διολίσθηση» προς μία διαχρονική μοναρχία αποτελεί μια αργή και σταθερή εξέλιξη, χάρη στην ιδιαίτερη προσωπικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Με βαρύτατους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του Ρ. Τ. Ερντογάν από ξένους ηγέτες, διεθνή ΜΜΕ και την τουρκική αντιπολίτευση (ο πιο εύστοχος χαρακτηρισμός είναι Απατεώνας Δικτάτορας που του έχει αποδώσει από τον Ιανουάριο του 2016 ο Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου), δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς στον ακραίο λαϊκιστή Ρ. Τ. Ερντογάν την ρητορική δεινότητα και την μοναδική ικανότητα να μαγεύει τα πλήθη που συρρέουν εκβιαστικά ή υποχρεωτικά στις διάφορες ομιλίες του.
Έχοντας λοιπόν στερεώσει την απόλυτη εξουσία του στους μηχανισμούς και στο καθεστώς που έχει επιβάλλει στην Τουρκία αλλά αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα υγείας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι πλέον υποχρεωμένος να στραφεί στην κατάλληλη προετοιμασία του διαδόχου του, ώστε μετά τον βιολογικό του θάνατο να προστατευτούν όλα τα κλεμμένα της οικογένειας και των αυλικών του και να εξασφαλιστεί η υστεροφημία του, ώστε να θεωρείται μελλοντικά αντάξιος ή καλύτερος του Μουσταφά Κεμάλ στην συνείδηση του μέσου Τούρκου πολίτη.
Σύμφωνα με τον αυτοεξόριστο Τούρκο δημοσιογράφο Cevheri Guven ο Ρ. Τ. Ερντογάν θα προτιμούσε, σαν νεόκοπος μονάρχης, τον μικρότερο γιό του Μπιλάλ Ερντογάν σαν διάδοχο και συνεχιστή του καθεστώτος που επέβαλε στην Τουρκία.
Το τρίτο από τα 4 παιδιά του Ερντογάν (γεννημένο το 1981), μόλις τελείωσε το σχολείο του στην Τουρκία εστάλη στην Αμερική όπου σπούδασε (Ινδιάνα και Χάρβαρντ), παντρεύτηκε και εργάστηκε μέχρι το 2006. Τότε, επέστρεψε στην Τουρκία, σαν αφανής συνεργάτης του πατέρα του, για να αποδείξει ότι έχει όλα τα «προσόντα» να τον διαδεχθεί, αφού κατάφερε μέχρι σήμερα να εμπλακεί σε σωρεία σκανδάλων: Διαφθορά, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, παρεμβάσεις στη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, παράνομες μεταβιβάσεις (ληστεία) κρατικής γης, διώξεις δημοσιογράφων, ανώτατων δικαστικών λειτουργών, ακόμη και αστυνομικών, σχέσεις και δεσμοί με τρομοκρατικές οργανώσεις – θεωρείτο ο «άτυπος υπουργός Πετρελαίου του Ισλαμικού Κράτους».
Ο Ρ. Τ. Ερντογάν εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζει πρακτικά την προτίμηση του αυτή, προετοιμάζοντας μεθοδικά το κατάλληλο έδαφος: Ήδη ο Μπιλάλ Ερντογάν έχει συγκεντρώσει με την συστηματική υποστήριξη του παλατιού, τεράστια οικονομική δύναμη και επιρροή μέσα στην πανίσχυρη γραφειοκρατία του τουρκικού καθεστώτος. Από την εποχή ακόμα των σκανδάλων του 2013, με τις κασέτες μεταξύ πατέρα – γιού για την «τιμολόγηση» ενός ρουσφετιού ή με τις δικαστικές περιπέτειες μέσα και έξω από την Τουρκία για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ο Μπιλάλ Ερντογάν συγκεντρώνει οικονομική δύναμη και ερείσματα μέσα στο καθεστώς, διαχειριζόμενος και το πληθωρικό «χαρτοφυλάκιο» του πατέρα του. Ήδη διευθύνει γιγαντιαίους οργανισμούς που λεηλατήθηκαν από το τουρκικό κράτος (TUVGA, TURKEV, ENSAR VAFKI, ILIM YAYMA, YUNUS EMRE VAFKI κ.α.) και προετοιμάζεται αθόρυβα για την συνέχιση του καθεστώτος στην επόμενη γενιά.
Υπάρχει βέβαια και ένας ολόκληρος κατάλογος επίδοξων διαδόχων που αγωνίζονται για επιρροή μέσα στην κρατική γραφειοκρατία:
Από τα υπόλοιπα παιδιά του Ρετζέπ Τ. Ερντογάν, ο εγκατεστημένος στην Αμερική Αχμέτ Μπουράκ δεν αναμένεται να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη σε μια κούρσα διαδοχής αλλά οι δύο κόρες του, η Σουμεϊγιέ και η Εσρά είναι βέβαιο πως ήδη συμμετέχουν στην κούρσα διαδοχής, μέσω των συζύγων τους Σελτσούκ Μπαιρακτάρ και Μπεράτ Αλμπαιράκ.
Από το νέο πανίσχυρο δίδυμο της εξουσίας, ο μεν Χακάν Φιντάν διαθέτει (κατά ομολογία του ίδιου του Ερντογάν) ένα μεγάλο κουτί γεμάτο με πολύτιμα μυστικά της κρατικής γραφειοκρατίας και ήδη αξιοποιεί κατάλληλα την θέση του ΥΠΕΞ για να διευρύνει τις γνωριμίες και τα διεθνή του ερείσματα, ο δε Ιμπραχίμ Καλίν πέρα από την «προίκα» του εξ απορρήτων του Ερντογάν για δεκαετίες, είναι βέβαιο πως θα αρχίσει και αυτός να γεμίζει συστηματικά στην ΜΙΤ ένα δεύτερο κουτί με πολύτιμα μυστικά, για πιθανή χρήση εναντίον πολιτικών αντιπάλων του στο μέλλον. Ένα είναι βέβαιο: Και οι δύο έχουν πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες από τις θέσεις που κατείχαν ή κατέχουν μέσα στην κρατική γραφειοκρατία.
Τέλος, υπάρχουν και κάποιοι φαινομενικά «παροπλισμένοι» που κανείς δεν γνωρίζει αν κάποια στιγμή και κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, θα επιχειρήσουν να ξαναβγούν στο προσκήνιο, όπως ο Χουλουσί Ακάρ, ο Σουλεϊμάν Σοιλού ή ο Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α: Φαίνεται απόλυτα λογικό μέσα σε ένα καθεστώς που έχει σταδιακά μετατραπεί σε μοναρχία του ενός ανδρός, να υπάρχει σχεδιασμός για την διάδοχη κατάσταση που θα εξασφαλίσει πλήρως όλα τα κλεμμένα της εικοσαετίας αλλά και θα φροντίσει την υστεροφημία του «μονάρχη». Ο μικρότερος γιος του Ερντογάν (πλήρες όνομα Νετσμετίν Μπιλάλ) παρ΄όλο που ακόμα και η ίδια η καθεστωτική γραφειοκρατία και ο λαός σπάνε πλάκα μαζί του, υπολογίζεται σαν ο πιο «κατάλληλος» υποψήφιος: Δεν έχει αναλάβει ποτέ επίσημη κυβερνητική θέση, βρίσκεται μονίμως στην σκιά του πατέρα του και διαπρέπει θυμίζοντας το μήλο που έχει πέσει κάτω από την μηλιά: Το όνομά του εμπλέκεται συνεχώς σε κάθε είδους σκάνδαλο και διαπλοκή, από ξέπλυμα μαύρου χρήματος, μίζες έως και αρμονική συνεργασία με τρομοκρατικές οργανώσεις.
Σε αυταρχικά καθεστώτα η διαδοχή του μονάρχη δεν εξαρτάται από την λαϊκή αποδοχή αλλά από την δύναμη και την επιρροή του διαδόχου στην κρατική γραφειοκρατία του καθεστώτος και οι «επιδόσεις» του Νετσμετίν Μπιλάλ Ερντογάν στον τομέα αυτό είναι ήδη πολύ καλές.
Ο σημερινός, κυβερνητικός «σύμμαχος» του Ερντογάν Ντεβλέτ Μπαχτσελί, το έτος 2015, σε ομιλία του στην πόλη Νέβσεχιρ είχε περιγράψει με ακρίβεια το σημερινό καθεστώς της Τουρκίας το οποίο επιβλήθηκε όμως και με την δική του οβιδιακή μεταμόρφωση το 2017 :
«Ο Ερντογάν δεν ονειρεύεται τουρκικό προεδρικό σύστημα, αλλά προεδρία στα δικά του μέτρα. Τρέχει πίσω από στόχο που θα έχει όλες τις αρμοδιότητες στα χέρια του, θέλει σύστημα του ενός δικτάτορα. Μια δικτατορία δίχως θρόνο και στέμμα, στην οποία δεν θα υπάρχει κανένα φρένο και κανένας έλεγχος του Κοινοβουλίου».
Αυτό ακριβώς είναι η σημερινή Τουρκία του έτους 2023. Και η συνέχεια της θα εξασφαλιστεί μόνο με την επιβολή ενός διαδόχου που θα επιλέξει ο ίδιος ο μονάρχης. Χωρίς καμιά απολύτως σημασία τι θα ήθελαν ο τουρκικός λαός ή τα δημοκρατικά κόμματα (νόμιμα ή «παράνομα») που τον εκπροσωπούν.
Μένει να δούμε αν ο Ρ. Τ. Ερντογάν θα μπορέσει να επιβάλλει τον εκλεκτό του ή αν θα υπάρξει αντίδραση από κάποιο άλλο επίδοξο υποψήφιο, χωρίς βέβαια να αποκλείονται εκπλήξεις έξω από κάθε κεντρικό σχεδιασμό…