*Γράφει ο δικηγόρος Βασίλης Χαραλαμπίδης.
Την 19η Μαϊου τιμούμε την γενοκτονία των προγόνων μας στον Πόντο. Γράφτηκαν πολλά για τα δεινά που βίωσαν και στο παρακάτω κείμενο θα αναφερθώ στα γεγονότα εκείνης της μαύρης περιόδου. Τα γραφόμενα αποτελούν αποσπάσματα από το ομότιτλο βιβλίο του αείμνηστου θείου μου Παπά Βασίλη Φυτόπουλου (Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Μητροπόλεως Ξάνθης), όπως του τα διηγήθηκαν αυτόπτες μάρτυρες που έζησαν τα γεγονότα, ήτοι ο πατέρας του παπά-Γιώργης Φυτόπουλος, η μητέρα του Ευθυμία Φυτοπούλου το γένος Τσιτουρίδου, ο παππούς του παπά-Γιώργης Τσιτουρίδης, η γιαγιά του Κυριακή Τσιτουρίδου, ο θείος του Κωνσταντίνος Φυτόπουλος, η θεία του Χρυσή Φυτοπούλου και ο ξάδελφός του Βασίλειος Φυτόπουλος.
Γράφει λοιπόν ο παπά-Βασίλης: Ο Ελληνισμός του Ευξείνου Πόντου ρίζωσε σε κείνα τα μέρη, εδώ και περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια, αν και υπέφερε τα πάνδεινα μέσα σ΄ αυτό το κύλισμα του χρόνου από διάφορους βάρβαρους κατακτητές, χωρίς όμως να λυγίσει και να αφομοιωθεί από αυτούς. Παρά τις φοβερές καταπιέσεις κράτησε τη γλώσσα του, τα ήθη και έθιμά του, την πίστη του, την ελληνική συνείδηση και τον πολιτισμό του και αργότερα την Ορθοδοξία, τα ιδεώδη της φυλής και τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις του.
Μέσα σ΄ αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα θαυματούργησε στη σκέψη, στη σοφία, έζησε ημέρες δόξας και ευτυχίας και εθνικής εξάρσεως. Έκτισε ακμάζουσες και ωραιότατες πόλεις και χωριά, λαμπρούς ναούς και σχολεία, κάστρα, πύργους, υδραγωγεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, μοναστήρια και άλλα ευαγή ιδρύματα, που όλα έγιναν φάροι φωτός, στα οποία έτρεχαν οι χριστιανοί και οι άλλοι λαοί για να γευθούν και να μεταλαμπαδεύσουν το φως και τη γνώση για να εδραιωθούν στη πίστη και στην ιστορία της φυλής και της πατρίδας.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και την πτώση του Βυζαντινού Κράτους, απέμεινεν μόνο το Ελληνικό ποντιακό κράτος των Κομνηνών, το οποίο κράτησε έως το 1461 με αυτοκράτορα τον Δαυίδ τον Β΄ τον Κομνηνό. Μετέπειτα, με διαταγή και φιρμάνι του Σουλτάνου, όλα τα σχολεία και τα παιδαγωγικά ιδρύματα, όλα τα καμπαναριά των Εκκλησιών και πολλές Εκκλησίες κατεδαφίστηκαν και ισοπεδώθηκαν και κράτησαν μόνο τα καλύτερα και ωραιότερα τα οποία μετέτρεψαν σε τζαμιά.
Όλα τα αξιοθαύμαστα έργα: αγάλματα, κολώνες, μουσεία, βιβλιοθήκες και ό,τι άλλο θύμιζε Βυζάντιο εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Χιλιάδες άνδρες εσφαγιάσθηκαν και όσοι δεν υπέκυψαν και δεν ασπάσθηκαν τον μωαμεθανισμό τους αλυσόδεσαν και στάλθηκαν σαν ζώα να πουληθούν στα παζάρια της Μέσης Ανατολής. Γυναίκες και παιδιά γέμισαν τους γυναικωνίτες των πασάδων, μπέηδων και αγάδων. Χιλιάδες άλλους αιχμαλώτους έστειλαν για να κτίζουν κονάκια, τσιφλίκια και δρόμους της αχανούς Τουρκίας.
Αυτό το ξέσπασμα, αυτή η κοσμοχαλασιά, πέρασε από τον Πόντο. Πολλούς κρέμασαν, πολλούς έσφαξαν, πολλούς βασάνισαν, βγάζοντας τα νύχια τους, κόβοντας τις μύτες τους, τα αυτιά τους, την γλώσσα τους, άλλους με πυρωμένα σίδερα τους έκαιγαν στα απόκρυφα, φωνάζοντάς τους να αλλαξοπιστήσουν, μα αυτοί πέθαιναν μέσα σε φρίκη και αβάστακτους πόνους.
Ο τόπος άδειασε και ερημώθηκε. Παντού καϊδια και μνήματα, παντού λυπημένα ουρλιαχτά των σκύλων και το λυπημένο κελάηδημα του γκιώνη και η μονότονη φωνή του κούκου.
Οι Τούρκοι από χρόνια περίμεναν να τους δοθεί η ευκαιρία για να εξοντώσουν το χριστιανικό ελληνικό στοιχείο. Αντί όμως να σφάξουν τους Πόντιους, όπως έκαναν με τους Αρμένιους, διάλεξαν άλλο δρόμο. Τους δικούς μας τους ξεσπίτωναν μέσα στο χειμώνα και χωρίς νερό, χωρίς ρούχα, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς περίθαλψη. Τους υποχρέωναν να κοιμόνται μέσα στο αγιάζι, μέσα στα παγωμένα χιόνια. Με τσουχτερό και παγωμένο ψύχος 25-30 βαθμούς κάτω από το μηδέν και την συνεχή πεζοπορία, νύχτα μέρα, με χιλιάδες κακουχίες και τις επιδημίες των θανατηφόρων ασθενειών, κρυοπαγήματα, πνευμονία, πούντα, πανούκλα, χολέρα, δυσεντερία και πολλά άλλα που συνήθως ακολουθούν της μάζες των φτωχών ανθρώπων. Και ο βαρύς χειμώνας επιτάχυναν και συνετέλεσαν εις το να εξολοθρευτεί ο λαός αυτός και συντελέσει απόλυτα και ακώλυτα η γενοκτονία του Ποντιακού λαού από το πρόσωπο της γης. Από τους 500-600 χιλιάδες ψυχές των εκτοπισθέντων μόνον το 20 τοις εκατό έχει γλυτώσει.
Λέει η θεία Χρυσή: Μας γύριζαν πάνω κάτω στα βουνά και τα χιόνια με χιονόνερα και παγωνιές να αφήσουμε τα κόκκαλά μας εκεί μέσα επί οκτώ μήνες νηστικοί, γυμνοί, άρρωστοι, μισοπεθαμένοι και με ασταμάτητες πεζοπορίες. Καταντήσαμε να τρώμε χόρτα σαν τα ζώα και σαλιγκάρια της άνοιξης δίνοντας μάχη για να τα βρούμε και να τα αρπάξουμε. Σερνόμασταν στο δρόμο σαν φαντάσματα και άδικη κατάρα, αποδεκατιστήκαμε και μείναμε αυτοί που αντέξαμε. Από τους 10.000 άτομα που αριθμούσε το ταπούρ μετά από οκτώ-εννιά μήνες, μείναμε 1.000-2.000. Αυτοί που αντέξαμε στην πεζοπορία, την πείνα, τις παγωνιές και τις αρρώστιες.
Θα μπορούσα να γράψω περισσότερα. Θα κλείσω όμως με το παρακάτω απόσπασμα του βιβλίου: Τα γράφω όλα αυτά ως ένα μικρό μνημόσυνο τιμής και σεβασμού προς όλους εκείνους που προτίμησαν να χάσουν τη ζωή τους παρά την πίστη τους στο Χριστό. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους στις καρδιές όλων των μεταγενεστέρων και ας προσπαθήσουν αυτοί να τους μιμηθούν στον προάσπιση των αξιών της πίστεως, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων για τις οποίες αξίες εκείνοι θυσιάστηκαν. Αιωνία σας η μνήμη προπάτορες και πρόγονοί μας συγγενείς αδελφοί μου. Και ας γίνει η θυσία σας ευάρεστη στον Κύριο και ο Άγιος Θεός ας σας χαρίσει τόπον στον παράδεισο.
Βασίλειος Χαραλαμπίδης
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Δημοτικός σύμβουλος Τοπείρου