Σε βραδυφλεγή βόμβα που κινδυνεύει να τινάξει τα θεμέλια στην αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας εξελίσσονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη των καταναλωτών προς τους παρόχους τα οποία έχουν εκτοξευτεί σε πρωτοφανή επίπεδα.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία αποτυπώνουν ένα ανησυχητικό τοπίο: οι συνολικές ανεξόφλητες οφειλές ξεπερνούν τα 3,4 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1 δισ. προήλθε μόνο από τη χαμηλή τάση), δημιουργώντας σοβαρούς τριγμούς στη ρευστότητα των προμηθευτών και οδηγώντας σε αυξήσεις τιμολογίων, με σοβαρές επιπτώσεις για το σύνολο των τελικών καταναλωτών.
Πηγή του κακού συνεχίζει να είναι η αδυναμία πληρωμής των λογαριασμών ρεύματος για μια μεγάλη κατηγορία οικιακών πελατών. Ωστόσο, μεγάλο αγκάθι για την εξυγίανση της αγοράς παραμένει ο ενεργειακός τουρισμός που, παρά τις αλλαγές στον τομέα της προμήθειας τα τελευταία χρόνια, η αγορά εξακολουθεί να παραμένει αρρύθμιστη, εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια απενεργοποίησης «κόκκινου» μετρητή λόγω προηγούμενων ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Πρόκειται για μέτρο που είχε εισηγηθεί η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΑΕΥ) στο πλαίσιο της τροποποίησης του άρθρου 42 του κώδικα προμήθειας και είχε σταλεί στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ από τον Δεκέμβριο του 2024 χωρίς όμως να θεσμοθετηθεί. Με τη ρύθμιση αυτή άνοιγε ο δρόμος της επισήμανσης των καταναλωτών (flagging) στο πληροφοριακό σύστημα του ΔΕΔΔΗΕ ως υπερήμερων και της αποκοπής εφόσον υπάρχουν ανείσπρακτες οφειλές από τρεις διαφορετικούς παρόχους που συντελέστηκαν από την 1 Ιανουαρίου του 2020 και μετά.
Η ακτινογραφία των οφειλών
Σύμφωνα με την τελευταία και πρόσφατη έκθεση της ΡΑΑΕΥ, που δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές υφιστάμενων πελατών για το 2024 ανήλθαν σε 1.739.897.398 ευρώ. Αντίστοιχα, οι παλαιότερες ανεξόφλητες οφειλές ανέρχονται σε 1.650.433.171 ευρώ, με αποτέλεσμα το άθροισμα των δύο αυτών κατηγοριών να διαμορφώνει ένα εκρηκτικό μείγμα οφειλών συνολικού ύψους άνω των 3,4 δισ. ευρώ – ποσό που έχει ήδη αρχίσει να πιέζει επικίνδυνα την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Αντίστοιχα, η μέση τάση είχε χρέη πέρσι 514 εκατ. και η υψηλή τάση άνω από 200 εκατ. Ειδικά για τους οικιακούς καταναλωτές, οι οφειλές του 2024 ξεπερνούν τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προηγούμενων ετών υπολογίζονται κοντά στα 750 εκατομμύρια. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στους απλούς καταναλωτές. Οι μεγάλοι εμπορικοί και βιομηχανικοί πελάτες έχουν αφήσει απλήρωτους λογαριασμούς ύψους 275 εκατ. ευρώ για το 2024, ενώ οι συσσωρευμένες οφειλές προηγούμενων ετών φτάνουν τα 644 εκατ. ευρώ. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ανάλυση της ΡΑΑΕΥ, μόνο για το 2024 εμφανίζεται μια νέα κατηγορία οφειλών, ύψους άνω των 440 εκατ. ευρώ, που ταξινομείται ως «λοιποί πελάτες». Αν και δεν δίνονται διευκρινίσεις ως προς την ταυτότητα των επίμαχων καταναλωτών, πληροφορίες αναφέρουν ότι πρόκειται για παροχές του ευρύτερου δημόσιο τομέα, των ΟΤΑ και συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών (π.χ ΔΕΥΑ), κάτι που προκαλεί επιπρόσθετα ερωτήματα και ενισχύει την αβεβαιότητα γύρω από τη σύνθεση και τη φύση του προβλήματος. Ο συγκεκριμένος δείκτης έχει εκτιναχθεί το 2024 αφού με βάση τα περσινά στοιχεία, οι ληξιπρόθεσμοι λογαριασμοί ήταν μόλις 1,4 εκατομμύριο ευρώ και οι μετρητές 757 ενώ πέρσι ο αντίστοιχος αριθμός προσέγγισε τις 30.000 (για την ακρίβεια 29.905 μετρητές) και τα 440 εκ. σε ανείσπρακτες οφειλές.
Η συσσώρευση αυτών των οφειλών αποτελεί πλέον σοβαρή απειλή για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση των παρόχων ενέργειας, καθώς υπονομεύει την ικανότητά τους να καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους, μετακυλίοντας τα βάρη στους καταναλωτές. Οι συνθήκες αυτές καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για άμεσες θεσμικές παρεμβάσεις, ώστε να περιοριστεί η διόγκωση των χρεών και να αποτραπεί ένα ντόμινο επιπτώσεων που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε αφερεγγυότητα των παρόχων.
3 στους 10 πληρώνουν
Το δυσεπίλυτο σταυρόλεξο των ανείσπρακτων λογαριασμών ενισχύεται από το ρυθμιστικό πλαίσιο. Οπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, το ανώτατο ποσοστό εισπράξεων από τις οφειλές αυτές δεν μπορεί να ξεπεράσει το 30%. Αυτό σημαίνει ότι αν σε μια εταιρεία χρωστούν 10 καταναλωτές, θα πληρώσουν μόνο οι 3, βάζοντας στη συνέχεια τις εταιρείες σε έναν νομικό λαβύρινθο με αγωγές που παίρνουν αρκετό χρόνο για να τελεσιδικήσουν και το τελευταίο διάστημα επιβαρύνονται και με αυξημένο κόστος. Στον συνολικό λογαριασμό θα πρέπει να προστεθούν πλέον και τα δικαστικά έξοδα, τα οποία μαζί με τα παράβολα έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. «Εκεί που τα συνολικά κόστη με παράβολα ανά πελάτη ανέρχονταν περίπου στα 400 ευρώ και οφειλές κάτω από 400 ευρώ δεν άξιζε να πάνε στα δικαστήρια, τώρα το κόστος έχει ανέβει στα 1.000 ευρώ», αναφέρουν αρμόδιες πηγές από τις εταιρείες προμήθειας.
Πρακτικά, όπως λένε οι προμηθευτές, σήμερα μπορεί ένας καταναλωτής να καταναλώνει ρεύμα χωρίς να πληρώνει μέχρι ο προμηθευτής να του στείλει επιστολή αποκοπής. Και τότε να αλλάξει πάροχο, αφήνοντας χρέη σε αυτόν που ήταν προηγουμένως και δημιουργώντας καινούριες οφειλές στον νέο πάροχο ώστε μετά από 1 έως 2 χρόνια αφού εκδικαστεί η υπόθεση στα δικαστήρια, ο δικαστής να αποφανθεί τι θα πληρώσει.
Επιπλέον, επειδή στα συμβόλαια δεν ζητούνται ενοικιαστήρια ή τίτλοι ιδιοκτησίας γιατί θεωρείται γραφειοκρατία και υπογράφεται μια απλή σύμβαση με την οποία γίνεται αλλαγή παρόχου, στελέχη της αγοράς τονίζουν ότι σε ένα σπίτι μπορούν να κάνουν συμβόλαιο περισσότερα μέλη μιας οικογένειας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να φύγει από μια εταιρεία και να πάει σε κάποιον άλλον πάροχο και μετά να ξαναγυρίσει με το όνομα της συζύγου του και να συνεχίσει να παράγει χρέη!
Στην χειρότερη κατάσταση η αγορά
«Διανύουμε μία από τις χειρότερες περιόδους των τελευταίων ετών στην αγορά της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Αν θέλεις να αυξήσεις το μερίδιο αγοράς, δεν μπορείς να το κάνεις με βιώσιμο τρόπο καθώς χρειάζεται να το πληρώσεις πολύ ακριβά. Επιπλέον, δεν μπορείς να εξασφαλίσεις ότι ο πελάτης θα σε πληρώσει γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος να προστατευτείς από τους κακοπληρωτές και να εμποδίσεις τα χρέη άρα αυτό που μένει είναι η ζημιά», αναφέρει στέλεχος μεγάλης μη καθετοποιημένης εταιρείας. Το ίδιο στέλεχος παρομοιάζει πλέον την εικόνα στην αγορά με την κατηγορία των βιομηχανικών πελατών όπου οι εταιρείες ξέρουν ότι παίρνουν έναν πελάτη και μόλις λήξει το συμβόλαιό του θα πάει σε όποιον του δώσει τη χαμηλότερη τιμή. Σήμερα το ίδιο ισχύει σε γενικές γραμμές και στη χαμηλή τάση με τους οικιακούς πελάτες.